- πυροφορικός
- πῠρο-φορικός, ή, όν,A of πυροφόροι ( = πυρφόροι) , δεῖπνα ib.5(2).269.25 ([place name] Mantinea).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροφορικός — ή, ό / πυροφορικός, ή, όν, ΝΜΑ, πυρφορικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πυροφόρους («πυροφορικὰ δεῑπνα», επιγρ.) … Dictionary of Greek
πυρφορικός — ή, ό, Ν βλ. πυροφορικός … Dictionary of Greek